- αυτοκατανάλωση
- Οικονομικός όρος, που συνίσταται στην κατανάλωση ενός προϊόντος (ή μέρους του) από τον ίδιο τον παραγωγό τους και όχι από τρίτους συναλλασσόμενους. Είναι συνηθέστατη στον πρωτογενή παραγωγικό τομέα, όπου ένα μέρος της αγροτικής παραγωγής καλύπτει τις οικιακές ανάγκες του συγκεκριμένου αγρότη και του οικογενειακού του περιβάλλοντος.
* * *ητρόπος κατανάλωσης στην οποία ο ίδιος ο παραγωγός είναι και καταναλωτής αυτών που παράγει.
Dictionary of Greek. 2013.