αυτοκατανάλωση

αυτοκατανάλωση
Οικονομικός όρος, που συνίσταται στην κατανάλωση ενός προϊόντος (ή μέρους του) από τον ίδιο τον παραγωγό τους και όχι από τρίτους συναλλασσόμενους. Είναι συνηθέστατη στον πρωτογενή παραγωγικό τομέα, όπου ένα μέρος της αγροτικής παραγωγής καλύπτει τις οικιακές ανάγκες του συγκεκριμένου αγρότη και του οικογενειακού του περιβάλλοντος.
* * *
η
τρόπος κατανάλωσης στην οποία ο ίδιος ο παραγωγός είναι και καταναλωτής αυτών που παράγει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… …   Dictionary of Greek

  • προλεταριάτο — Στην αρχαία Ρώμη προλετάριοι (proletari) ονομάζονταν εκείνοι που δεν είχαν άλλη περιουσία και άλλη συμβολή προς την πολιτεία εκτός από τους απογόνους τους (proles). Οι προλετάριοι αποτελούσαν την τελευταία κοινωνική τάξη, κάτω από τις 5 τάξεις… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”